ἀψευδέστατον

ἀψευδέστατον
ἀψευδής
without deceit
masc acc superl sg
ἀψευδής
without deceit
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ορόβιες — Αρχαία πόλη της Εύβοιας, στη δυτική παραλία, κοντά στην περιοχή των Αιγών. Ανήκε, μαζί με την Ιστιαία, την Κήρινθο και την Αιδηψό, στην Ελλοπία και είχε μαντείο, αφιερωμένο στον Σελινούντιο Απόλλωνα, που το χαρακτήριζαν αψευδέστατον. Το 425 π.Χ.… …   Dictionary of Greek

  • ВОИПОСТАСНОЕ — [греч. ἐνυπόστατον, ἐνυποστατικόν], термин, используемый в правосл. богословии. В нек рых случаях синонимичен сущностному (ἐνούσιον, οὐσιώδης), существующему (ἐνύπαρκτον) и действенному (ἔνεργον); антоним неипостасного (ἀνυπόστατον). Более… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”